όρθωση — η (Α ὄρθωσις) [ορθώ] τροπή προς το καλύτερο, διόρθωση, βελτίωση («ὄρθωσιν λόγων καὶ ἔργων τῶν ἀρίστων», Πλούτ.) νεοελλ. στήσιμο ή επαναφορά ενός πράγματος σε όρθια θέση, ανέγερση αρχ. 1. ευτυχία 2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης … Dictionary of Greek
ορθωτικός — ή, ό κατάλληλος για όρθωση, ανυψωτικός («ορθωτική μηχανή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek